μάνδαλος

μάνδαλος
μάνδαλος
Grammatical information: m.
Meaning: `bolt of a door' (Med. ap. Erot., Artem.).
Derivatives: μανδαλώσας `shutting' (H. s. τυλαρώσας), μανδαλωτός `shut with a bolt' (com., Phot.), also a lascivious kiss.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Technical word in -αλον (Chantraine Form. 245 f.) without etymology; cf. on μάνδρα. How ἀμάνδαλον = ἀφανές (Alc. Z 81), ἀμανδαλοῖ ἀφανίζει, βλάπτει H. must be semantically connected, is uncertain (cf. s. v.); suggestion in Lewy Fremdw. 114. - See on μανδάκης.
Page in Frisk: 2,169

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάνδαλος — with the bolt shot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνδαλος — ο (AM μάνδαλος) βλ. μάνταλος …   Dictionary of Greek

  • μανδάλῳ — μάνδαλος with the bolt shot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνδαλοι — μάνδαλος with the bolt shot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνδαλον — μάνδαλος with the bolt shot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνταλος — και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος) σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης νεοελλ. στρατ. μηχανισμός τού κλείστρου τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που… …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • επιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α) ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)] …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • μάνδαλο — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.153 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται πείπου στο μέσον του νομού, 25 χλμ. ΒΑ της Έδεσσας.Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενηίδος. Πριν από το 1928 ονομαζόταν Μανδάλοβο και από… …   Dictionary of Greek

  • μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”